- Αρσένιος
- Αρσένιος οАрсений –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) мужское имя
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Ἀρσένιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρσένιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο Μέγας (354 μ.Χ. – ; 445 μ.Χ.). Ρωμαίος σοφός, διάκονος και παιδαγωγός των γιων του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πέθανε μοναχός στη λιβυκή σκήτη της Αφρικής. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαΐου και από τη… … Dictionary of Greek
Κρέστης, Αρσένιος — Ιερέας και αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αρσένιος (Κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής του 1821, γνωστός ως Παπαρσένης) … Dictionary of Greek
Άγιος Αρσένιος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 664 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. 2. Πεδινός οικισμός (υψομ. 60 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φιλιατών… … Dictionary of Greek
Καλούδης, Αρσένιος — (Ηράκλειο Κρήτης ; – Βενετία 1693).Λόγιος μοναχός. Έγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το Προσκυνητάριον ιερών τόπων, όπου ευρίσκονται εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ (1653) και πολλές ομιλίες. Επιμελήθηκε, επίσης, την έκδοση του Θησαυρού του … Dictionary of Greek
Λευθεριώτης, Αρσένιος — (Κέρκυρα 1855 – 1911). Λόγιος και κληρικός. Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Αθήνας και το 1881 χειροτονήθηκε διάκονος. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα, διορίστηκε δάσκαλος και ταυτόχρονα διάκονος στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Το 1886… … Dictionary of Greek
Πανδής, Αρσένιος — (1822 – 1880). Λόγιος ιερομόναχος από την Κέρκυρα. Ο Π., που δίδασκε στο λύκειο της Κέρκυρας, ήταν γνώστης της ιταλικής, γαλλικής και αγγλικής γλώσσας και διακρίθηκε και ως ιεροκήρυκας. Έργα του: Δοκίμια αγρονομίας, Περί μασονισμού, Εις τα όπλα… … Dictionary of Greek
Ἀρσενίου — Ἀρσένιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρσενίῳ — Ἀρσένιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρσένιε — Ἀρσένιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρσένιον — Ἀρσένιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)